- μαλακτήρες
- Στην οικοδομική, είναι μηχανήματα που προορίζονται να αναδεύουν στις κατάλληλες δόσεις συγκολλητικά υλικά με ουδέτερα κοκκώδη υλικά (άμμος, χαλίκι, χοντρό χαλίκι) και νερό, για την παρασκευή μάλτας και σκυροδέματος. Οι μ., είτε σταθεροί είτε κινητοί, διακρίνονται σε αναμικτήρες και μπετονιέρες, ανάλογα με την ειδική εργασία που εκτελούν. Οι πρώτοι χρησιμοποιούνται στην παρασκευή κοινής μάλτας για πλινθοδομές ή για κονιάματα, διακοσμητικές επιστρώσεις και γενικά για όλες τις εργασίες κατά τις οποίες χρησιμοποιούνται λεπτά στρώματα μάλτας. Το μείγμα αυτό απαιτεί οπωσδήποτε λεπτόκοκκη άμμο, μεγαλύτερη ποσότητα συγκολλητικού υλικού και όχι ισχυρή ανάμειξη. Στα μεγάλα έργα όμως είναι απαραίτητη η συνεχής διάθεση μάλτας σε μεγάλες ποσότητες. Το καταλληλότερο μηχάνημα για την ικανοποίηση αυτής της ανάγκης είναι ο αναμικτήρας συνεχούς ανάμειξης. Ένας απλός τύπος αυτού του μηχανήματος αποτελείται από μια μεταλλική ημικυλινδρική δεξαμενή με υπερυψωμένα πλευρικά χείλη, ανοιχτή στο επάνω μέρος. Μια σειρά ελικοειδών πτερυγίων, ενσωματωμένων σε έναν διαμήκη άξονα (ομοαξονικό με τη δεξαμενή), προκαλούν με την περιστροφή τους την ανάμειξη των συστατικών. Τα υλικά εισάγονται στις κατάλληλες δόσεις από το ψηλότερο άκρο της δεξαμενής· το παρασκευαζόμενο μείγμα ωθείται βαθμηδόν κατά την ανάμειξη προς το χαμηλότερο άκρο, απ’ όπου παραλαμβάνεται. Επομένως, η εργασία πραγματοποιείται χωρίς διακοπές για τη φόρτωση και την εκφόρτωση των υλικών. Αντίθετα, η μπετονιέρα (από το γαλλικό beton = σκυρόδεμα) χρησιμοποιείται κατά κανόνα ως μηχανικό μέσο παρασκευής του σκυροδέματος, μείγματος ενός συγκολλητικού υλικού (συνήθως τσιμέντου) με άμμο, χαλίκι και νερό.
Dictionary of Greek. 2013.